- θύσθλα
- θύσθλα, τὰ (Α)1. τα ιερά σκεύη τα οποία χρησιμοποιούσαν στις βακχικές πομπές2. συνεκδ. η βακχική τελετή, η βακχική πομπή2. θυσία.[ΕΤΥΜΟΛ. < *θυρσ-θλα με απλοποίηση τού συμφωνικού συμπλέγματος < θύρσος + -θλον. Κατέληξε να σημαίνει «θυσία» λόγω παρετυμολογικής συνδέσεως του με το θύω (I). Αστήρικτη η σύνδεση του με το θύω (ΙΙ)].
Dictionary of Greek. 2013.